- κοπιαρός
- κοπ-ιᾰρός, ά, όν,A wearying, in [comp] Comp. -ώτερος, Arist.Pr.880b16, Thphr.Lass.7, 9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπιαρός — κοπιαρός, ά, όν (Α) [κοπιώ] κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός … Dictionary of Greek
κοπιαρώτερον — κοπιαρός wearying adverbial comp κοπιαρός wearying masc acc comp sg κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτερα — κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτεροι — κοπιαρός wearying masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)